ευήλιος

ευήλιος
ος , ον солнечный, залитый солнцем, расположенный на солнце

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ευήλιος" в других словарях:

  • εὐήλιος — sunny masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευήλιος — α, ο (ΑΜ εὐήλιος, ον Α και εὐάλιος, ον) 1. ο εκτεθειμένος στον ήλιο, ο προσηλιακός, ο ηλιόλουστος (α. «τὴν οἰκίαν... ὅτι χειμῶνος μὲν εὐήλιός ἐστι, τοῦ δὲ θέρους εὔσκιος», Ξεν. β. «εὐηλίοις ἐν ἁμέραισιν», Αριστοφ. γ. «ευήλιο διαμέρισμα») αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • ευήλιος — α, ο αυτός που λιάζεται καλά, που τον λούζει ο ήλιος, αλλ. προσήλιος, προσηλιακός: Σπίτι ευήλιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐηλίως — εὐήλιος sunny adverbial εὐήλιος sunny masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐήλιον — εὐήλιος sunny masc/fem acc sg εὐήλιος sunny neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐηλίοις — εὐήλιος sunny masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐηλίοισιν — εὐήλιος sunny masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐηλίου — εὐήλιος sunny masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐηλίους — εὐήλιος sunny masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐηλίῳ — εὐήλιος sunny masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐήλιοι — εὐήλιος sunny masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»